Ο Φρεντ Μπουασονά (Fred Boissonnas, 1858–1946) ήταν σημαντικός ελβετός φωτογράφος, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα καταγράφοντας ποικίλες πλευρές της χώρας. H παρούσα έκθεση του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης αναπτύσσεται γραμμικά, ξεκινώντας από τα χρόνια της διαμόρφωσής του στη Γενεύη και συνεχίζοντας στις περιηγήσεις του στην Ελλάδα και ευρύτερα στη Μεσόγειο. Έχοντας κληθεί να αναλάβουμε τη μουσειολογική μελέτη και τον σχεδιασμό του συνόλου των εφαρμογών της έκθεσης, η αρχιτεκτονική και η γραφιστική γλώσσα διαμορφώθηκαν παράλληλα, με μία ολιστική προσέγγιση και με συνεχή ανατροφοδότηση από τον ένα άξονα στον άλλο, με βασικό στόχο να αναδειχθούν το επιμελητικό σκεπτικό και το περιεχόμενο.
Βασική νοηματική αναφορά αποτέλεσε η συνύπαρξη ετερογενών στοιχείων που εντοπίζεται τόσο κατά την επαφή του ίδιου του φωτογράφου με τη Μεσόγειο, όσο και στην ποικιλομορφία η οποία χαρακτηρίζει τη δεύτερη. Η ιδέα αυτή συμπληρώθηκε από εκείνες της συνάντησης, της κίνησης και του ορίζοντα — αναφορές που προκύπτουν από τα μακροχρόνια ταξίδια τα οποία πραγματοποίησε ο φωτογράφος κυνηγώντας το μεσογειακό τοπίο αλλά και τον τρόπο που επέλεξε να το αποτυπώσει στο έργο του.
Ως αποτέλεσμα, η αρχιτεκτονική γλώσσα διαφοροποιείται σταδιακά όσον αφορά τον ρυθμό, τη χωρική κλίμακα και τις επιλεγμένες φόρμες, αντανακλώντας στον εκθεσιακό χώρο το επιμελητικό αφήγημα και την ποικιλομορφία του περιεχομένου. Ακόμη, δόθηκε έμφαση στην έννοια της συνάντησης τονίζοντας τα σημεία επαφής ορισμένων δομικών στοιχείων — όπως στις περιπτώσεις κομβικών σημείων όπου χρήση μικρών κενών ενδιαμέσως των τοιχίων επέτρεψε στιγμιαίες ματιές μεταξύ των χώρων, ή ακόμη και λεπτομερειών στις ειδικές ξύλινες κατασκευές οι οποίες σχεδιάστηκαν παρομοίως — αλλά και της κινητικότητας ή της δυναμικής προσωπικότητας του φωτογράφου μέσω της χρήσης της διαγωνίου. Τέλος, οι χώροι διαμορφώθηκαν με στόχο να υπάρχει μεγάλο βάθος οπτικού πεδίου κατά την πορεία στην έκθεση, ενώ η τοποθέτηση των φωτογραφιών στις βασικές ενότητες έγινε με πυκνή διάταξη και ευθυγράμμιση προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η αίσθηση ενός θαλάσσιου ορίζοντα ο οποίος περιβαλλει τον επισκέπτη.
Η υποστήριξη των γραφιστικών αναγκών της έκθεσης βασίστηκε πρωτίστως στη χρήση της τυπογραφίας, μέσω του συνταιριάσματος της GFS Didot (βασισμένης στην ιστορική γραμματοσειρά που σχεδίασε ο διάσημος ομώνυμος γάλλος τυπογράφος το 1805) και της μοντέρνας Neue Haas Unica. Δευτερεύοντα στοιχεία αποτέλεσαν η απουσία οποιουδήποτε χρώματος πέραν του άσπρου-μαύρου (αποφεύγοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ της χρωματικής ταυτότητας και των κατά βάση ασπρόμαυρων φωτογραφιών), η ως επί το πλείστον συμμετρική διάταξη με έμφαση στην έννοια του ορίζοντα, καθώς και η χρήση της διαγωνίου (σε εφαρμογές όπου επιλέχθηκαν italics ή κατά τον σχεδιασμό των κατευθυντήριων βελών). Βασικό στόχο αποτέλεσε το να επικοινωνηθεί επιτυχώς ο μεγάλος όγκος πληροφορίας που συνόδευσε το έργο του φωτογράφου, με απόλυτο σεβασμό στους δικούς του όρους αλλά φέρνοντάς το παράλληλα στο σήμερα.